- θεωρηματικός
- θεωρηματικός, -ή, -όν (Α) [θεώρημα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία3. (ως επίθ. τού Μητροδώρου, μαθητή τού Στίλπωνος)ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα4. φρ. «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την πραγματικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.